τεκνία

τεκνία
τεκνίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοτεκνία — η (Α κακοτεκνία) το να έχει κάποιος κακά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τεκνία (< τεκνος < τέκνον), πρβλ. βραδυ τεκνία, φιλο τεκνία] …   Dictionary of Greek

  • καλοτεκνία — καλοτεκνία, ἡ (Μ) γέννηση ωραίων παιδιών, ευτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τεκνία (< τέκνος < τέκνον), πρβλ. πολυ τεκνία, φιλο τεκνία] …   Dictionary of Greek

  • Герасим Кефалонийский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Герасим. Св. Герасим Кефалонийский Герасим Кефалонийский (греч. Γεράσιμος της Κεφαλονιάς; 1506, Трикала …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”